Μάνα μου…
«Μάνα μου…», ψιθυρίζεις και τα
μάτια σου γίνονται σταγόνα θάλασσας στη σκέψη της λατρεμένης της μορφής. Καμιά
γιορτή δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της την περηφάνια που κουβαλά η καρδιά της.
Καμιά γιορτή δεν είναι αρκετή να χωρέσει το ευχαριστώ για τα χρόνια που
κανάκεψε τα όνειρα των παιδιών της.
Μάνα! Μια λέξη που κλείνει μέσα
της το μεγαλείο της πιο δυνατής αγάπης. Μάνα! Ακούραστη πηγή ζωής. Βουβό το
παράπονό της. Βάλσαμο η αγκαλιά της. Αν η αγάπη είχε όνομα, θα ήταν το όνομα
των παιδιών της χαραγμένο μέσα της. Η αγάπη της μάνας, είναι η μόνη αγάπη που
δεν παζαρεύεται, δεν αμφισβητείται ούτε ξεπουλιέται.
Nα γιατί η
γιορτή της μητέρας είναι, μια πολύ προσωπική υπόθεση. Στο βάθρο της τοποθετεί ο
καθένας τη μορφή της δικής του μάνας. Εξιλεωμένη και υπερυψωμένη...
Η τιμή σήμερα ανήκει,
όμως, και στη μάνα του πολέμου, στη μάνα πρόσφυγα, στη μάνα που παλεύει με την
αρρώστια, στη μάνα που κακοποιείται, στη μάνα που δε γέννησε, αλλά η μήτρα της
είναι γεμάτη αγάπη. Η καρδιά μας είναι στραμμένη προς την πιο τραγική μορφή
ανάμεσά μας, στη μάνα που έχει χάσει το παιδί της. Και το βλέμμα μας είναι
στραμμένο στα χέρια εκείνα που απλώνονται άδεια και πικραμένα, γιατί δεν
μπορούν πια να αγκαλιάσουν τη δική τους μάνα.
Ευλογημένοι εκείνοι
που βρίσκουν ακόμα καταφύγιο μέσα στην αγκαλιά της! Μάνες μας, να είστε γερές
και να σας προσέχετε! Έχουμε μεγαλώσει, αλλά πάντα θα είμαστε μικρά παιδιά στην
αγκαλιά σας.
Καλή δύναμη σε εσάς
τις μωρομάνες! Οι προκλήσεις των καιρών είναι μεγάλες και η ανατροφή των
παιδιών ακροβατεί πάνω στο τεντωμένο σχοινί μιας κοινωνικής τελμάτωσης. Είναι
μεγάλη ευθύνη να μεγαλώνεις παιδιά κι ακόμα μεγαλύτερη να μεγαλώνεις καλούς
ανθρώπους!
Η αγάπη και η
καλοσύνη του κόσμου μεγαλώνει στα δικά μας χέρια! Χρόνια μας πολλά!
Ἡ καλομάνα τῆς Πρωτομαγιᾶς
Στὸ πεζούλι τῆς αὐγῆς, «Ἀσημο-θώρητη»,
στεκόσουνα κάθε Πρωτομαγιὰ ἀξημέρωτη,
ἄξια κυρὰ κι ἀρχόντισσα νησιώτισσα,
τῆς Μικρασίας μας, πατρός τε καὶ μητρός, βλαστάρι,
προσμένοντας καλῶς νὰ ροβολήσει
ἡ Αὐτοῦ Μεγαλειότης του, ὁ Μάιος
ὅπως τὸν βάφτισε ὁ Ὀβίδιος.
Στὰ νύχια τῶν ποδιῶν ξεμύτιζες,
τὴ νύμφη Μαῖα θύμιζες,
ποὔδωσε ὄνομά στὸν Μάη,
στ΄ ἀνθοβριθῆ περβόλια κατηφόριζες,
μὲς στοὺς ἀνθόφορτους πορτοκαλεῶνες,
νὰ σ΄ εὕρει ὁ μῆνας,
ἀρωγό στῶν δέντρων τίς ἐλπίδες,
δροσοσταλίδα ἔκλαμπρη,
τοῦ Πίνδαρου ἀνθοστεφάνωτη Σεμέλη.
Ἐκεῖ στὸ θαλερὸ περβόλι μας,
ἀνάσαινε ὅλ' ἡ ἄνοιξη,
τὸ παλιὸ κλῆμα βλάσταινε νωρίς,
κι ἐσὺ χλωρὸ βλαστό,
νιόβγαλτο και στυφό,
ἔσπευδες νὰ μάς κόψεις,
τὸν πικρόξινο χυμό του νὰ πασχάσουμε,
ρώμη καὶ σφρῖγος ν΄ ἀντλήσουμε
ἀπ’ τοῦ ἀνθεσφόρου μῆνα τὴν ἰκμάδα.
Βλαστούς καί ἀμπελόφυλλα πλατιά,
ἄγρια ροδαλά τριαντάφυλλα
ἔφερνες πίσω φορτωμένο τὸ καλάθι,
σὰν κανηφόρος κόρη σὲ γιορτὴ Ἀνθεστηρίων
μὲς στὸν χορὸ ἐκπάγλου κάλλους μυστηρίων.
Ἔκανες τὴν Πρωτομαγιὰ μικρὴ τελετουργία,
μέ στοιχεῖα ἀπὸ ἀρχαία καὶ νέα Λαογραφία,
ἀτάκτως ἐρριμμένα μέσα στό κάνιστρό σου.
Ἔπρεπε σὰν ξυπνήσουν τὰ παιδιά,
καί πρὶν γευτοῦν τὸ πρωινό τους,
νὰ βροῦνε στὸ τραπέζι τους
τὰ σύμβολα καλοτυχιᾶς τοῦ Μάη.
Γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ ἀπ΄ τὰ χεράκια σου,
σερβιρισμένο στ΄ ἄσπρο του πιατάκι,
περίμενε νὰ μᾶς γλυκάνει πρῶτο
γιὰ νἆναι ὁ Μάης ἤδιστος.
Βλαστὸ ἀπὸ τὸ κλῆμα μας
καί ροδανθούς τοῦ Μάη
γιὰ κάθε σου βλαστάρι,
εὐωδιαστά σὰν τὴν καρδιὰ τῆς μάνας.
Καὶ τοῦ πατέρα μας
τὸν κρόταφο κοσμούσε
σὰν γιορτινὴ ροδόχρωμη παντιέρα
εὔοσμον τριαντάφυλλο μαγιάτικο.
Πλημμύριζε τὸ αἷμα μας
ἀπ΄ τόν βλαστό χυμούς ζωντάνιας
και ἡ ζωή μας μύριζε ἀγιόκλημα και ρόδο,
ἦταν ὁ Μάης μας γλυκὸς καὶ τριανταφυλλένιος.
Πέρασαν χρόνια δίσεκτα
καὶ τὸ παράδειγμα της,
στὶς ἐθιμικές μου μνῆμες τυπωμένο,
ν ' ἀκολουθήσω ἀποπειράθηκα.
Προσπάθησα ἡ καλή,
μὰ δὲν τὰ ταίριαξα ποτές∙
πότε μοῦ ἔλειπε ὁ βλαστός,
πότε τὸ ρόδο τὸ μαγιάτικο
καὶ φέτος πιὸ πολὺ ξεμάκρυνα,
μονάχα τὸ γλυκὸ δοκίμασα,
ἔτσι γιὰ νὰ κρατῶ ἀσύρματη ἐπικοινωνία
μὲ τὸν ἀνέσπερο οὐρανό της,
στὸν οὐρανίσκο μου τὴν ἀξεπέραστη
τῆς πεθυμιᾶς της γεύση.
Ἂχ Μάνα τῆς Πρωτομαγιᾶς,
κάθε ποὺ ὁ Μάης ξεπροβάλει
ψηλὰ στὸ εἰκονοστάσι τῆς ψυχῆς
μαζὶ μὲ τὴν ἀγέρωχη μορφή σου
φυλάω ἕνα ρόδο τοῦ Μαγιοῦ
κι ἕνα βλαστὸ κληματαριᾶς
γιὰ ν΄ ἀνασταίνω ἀνθηρή τὴ θύμησή σου
μές ἀπ΄ τῆς μνήμης μου τὸ μνῆμα.
Ἀσημοθώρητη, σύνθετη λέξη, προϊόν λεξιπλασίας: [<Ἀσήμω, τό ὄνομα τῆς μητέρας + θωρώ], αὐτή πού ἔχει ἀσημένια θωριά.
Πασχάζω: τρώω ὅπως τὸ Πάσχα
Μάνα Μου!
εκεί που το πρωινό γεννιέται απ΄ το άγγιγμα και την αγκαλιά
και ήξερα πως ήσουν εσύ,
η αρχή κάθε ανάσας μου.
Σ’ έβλεπα με τα χέρια σου να μαζεύεις τον ήλιο, να μαζεύεις τον κόσμο, και να τον κάνεις χάδι πάνω στο σώμα μου.
Σ’ άκουγα με τη φωνή της σκέψης σου να μιλάς στα πουλιά
και να τα μάθαινες να μου τραγουδούν την ελπίδα
Κάθε μέρα και κάθε νύχτα περνάς αθόρυβα μέσα απ’ τη ζωή μου,
μα όσο αθόρυβα κι αν περνάς, κάθε μου βήμα είχε τ’ όνομά σου.
Είσαι το νερό στο ποτήρι μου,
η σκιά στο μεσημέρι μου,
είσαι το φως που δεν ζητά τίποτα, μόνο να υπάρχει.
Είσαι το σώμα που δεν φοβήθηκε τον πόνο,
η καρδιά που χτύπησε διπλά για να ζήσω εγώ.
Είσαι η ζεστή αγκαλιά,
που στέκεται μπροστά στους χειμώνες για να μη μ’ αγγίξουν.
Σου έφερνα λάθη, μα τα έκανες χώμα
και πάνω τους έφτιαχνες δρόμους για να ξαναπερπατώ.
Ποτέ δεν ζήτησες στεφάνι
κι όμως σου ανήκει κάθε άνοιξη.
Αν γυρίσω ποτέ στο αρχέγονο σημείο,
εκεί που ξεκινά η ζωή, στη μήτρα του κόσμου,
θα ζητήσω να σε ξαναβρώ, μέσα σ’ εκείνο το βλέμμα, που είχε την απάντηση πριν να ρωτήσω.
Και τώρα που στέκομαι στη μέση του χρόνου
και στο κέντρο της απουσίας σου,
σε κρατώ μέσα μου σαν χτύπο από καμπάνα εκκλησιάς
και σαν ρίζα ενυδρωμένη που αναπνέει ζωή
στη λέξη «Μάνα», στη «Μάνα μου»,
που δε γερνά, δε ξεχνά και δεν τελειώνει ποτέ!
Η πατρική μου κούλα*
Στη γη του Λαψαρνιώτικου πετρόχτιστου βουνού
στέκει για χρόνους και καιρούς η πατρική μου κούλα
σ ‘ άξαφνο σκίρτημα καρδιάς ήρθε ξανά στο νου
και λές σα θάμα θάρρεψα πως έγινα παιδούλα.
Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του πίσω μπαλκονιού
ξανάδα στα μεσούρανα τον ήλιο, την αυγούλα
κι ένοιωσα στα μαλλάκια μου το χάδι του χτενιού
που με τ’ αβρά χεράκια της με χτένιζε η μανούλα.
Πέρα στ’ αλώνι βρέθηκα στα στάχυα του σταριού
τότε που παίζαμε παιδιά μαζί με την Αστρούλα
ώσπου στα ράχτα να φανεί το φως του φεγγαριού
και λίγο πριν να κοιμηθώ να πω την προσευχούλα.
Σ΄ ένα ξαγνάντεμα φυγής όνειρου μακρινού
στις θημωνιές ξεχύθηκα καθώς παλιά μικρούλα
λαχτάρα λες ακράτητη στα τρίσβαθα του νου
προσκυνητάρι απέθαντο στην πατρική μου κούλα.
φιλοξενούσε την πατρική οικογένεια.
Στην Μάνα μου, που πρόσφατα αναχώρησε για το ταξίδι χωρίς επιστροφή…
μάτια μου κλειστά,
της νιότης μου οι στοχασμοί
δεν μ' άφηναν να δω,
τους φόβους σου, τα δάκρυα,
παρηγοριά δική σου,
μανούλα μου σαν γύριζα
χαράματα θαρρώ.
Δυσβάσταχτο στις πλάτες σου,
το βάρος το δικό μου,
το σήκωνες, δε γόγγυζες, δεν
έβγαζες μιλιά,
το μονοπάτι το λοξό ακόμη κι
αν επήρα,
εκεί ήσουν εσύ, με κράταγες
σφιχτά.
Φωτιά ήταν τα νιάτα μου, χαλάζι
και πλημμύρα,
σύ, βράχος ασάλευτος, σε κύμα
ωκεανού,
να περιμένεις άμπωτη που σου
τάξε η μοίρα,
αγκάλη να προσφέρεις και
μόσχο σιτευτό.
"Μάνα μου πάει πέρασε, ετούτο
το κακό,
δρόμο στρωτό πωρπάτησα ήρθα
να σε χαρώ".
Χαμόγελο στα χείλη σου, γλύκα
στη καρδιά σου,
μα αδύναμο το σώμα, άσπρη
η κεφαλή,
αλίμονο σε μένανε, ο άμοιρος
δε είδα,
του χρόνου τα καμώματα
περνάν σα μια στιγμή.
Μάνα
Μάνα: Μια λέξη είναι τόσο δα μικρή
μέσα της άπειρη, δύναμη κρυφή
με δυο συλλαβές τόσο απλά γραμμένη
με το αιώνιο θαύμα της ζωής δεμένη.
Μάνα: ταγμένη είσαι ν’ αγαπάς με πάθος
αγκαλιά ζεστή, τ’ ουρανού έχει το πλάτος
χάδι τρυφερό, νανούρισμα απαλό
της αγάπης το μητρικό φιλί ζεστό.
Μάνα: Εσύ με πόνους πάντα μας γεννάς
ποτέ τις προσταγές της φύσης δεν ξεχνάς
μάχεσαι σκληρά, μ’ αγάπη και με πείσμα
συνέχεια να δώσεις, στης ζωής το νήμα.
Μάνα: Η ζωή απ’ τους μαστούς σου στάζει
λαίμαργα, κάθε βρέφος τη θηλάζει
η φύση στους ώμους σου στήριξε την ελπίδα
και τη συνέχιση στης ζωής την αλυσίδα.
Μάνα: Τον φόβο μες το θάρρος τον τυλίγεις
πίσω δεν έκανες, ποτέ σου δεν λυγίζεις
με βήματα ορθά μπροστά μας οδηγείς
με χέρια στιβαρά πάντα μας κρατείς.
Μάνα: Αν απ’ το γάλα σου κάποτε στερέψεις
με τις ίδιες σάρκες σου, προθύμως θα μας θρέψεις
τις πίκρες που η ζωή κάθε μέρα φέρνει
με το μητρικό χαμόγελό σου τις γλυκαίνει.
Μάνα: Ζώης δροσιά κι’ αστείρευτη πηγή
σε υμνούν και σε δοξάζουν όλου του κόσμου οι λαοί
μικροί μεγάλοι, το φέγγος σου θαυμάζουν
μ’ αγάπη και στοργή όλοι σ’ αγκαλιάζουν.
Μάνα: Συ που τα παιδιά στον κόσμο δίνεις
την συνέχεια κρατάς ποτέ δεν την αφήνεις
αγγελική έχεις τη μορφή κι’ ολονών είσαι αγαπημένη
στον αιώνα τον άπαντα να ‘σαι ευλογημένη!
«ΜΑΝΑ» θα της έλεγα.
Βιαστικά,
το αποφάσισα,
όπως και τόσες άλλες βιαστικές αποφάσεις
στη ζωή μου
μια στιγμή και τέλος.
Το βράδυ, όταν η μνήμη παίζει
άπαιχτα παιχνίδια.
«Εσύ έφυγες, τώρα αυτή θα πάρει τη θέση σου.»
Την επομένη
στο δρόμο έκανα πρόβες
«μάνα», θα της έλεγα.
Και στο νου μου εσύ,
ξερά χείλη με λίγο σάλιο στην άκρη,
μάτια κομμένα,
λίγο πριν κοπούν με κοπτικό μαχαίρι.
Μαλλιά που τα παίρνει ο άνεμος και
ποιος ξέρει
πού τα πηγαίνει.
«Φεύγω και όταν φύγει, φωνάξτε με.»
Μεσάνυχτα στα τρένα με παντόφλες
στραβοπατημένες.
Στα καπνά, κι εγώ κάτω από το κάρο.
«Δεν μ’ αγαπάς»
«Μα πόσες φορές στο είπα σ’ αγαπώ»
Ένα γράμμα και μέσα ένα κατοστάρικο.
«Αγαπημένο μου παιδί, υγείαν έχω και υγείαν ποθώ δια εσένα…..»
«Μάνα» θα της έλεγα.
Και στο νου μου η σύριγγα τότε που
τρυπούσα τη κοιλιά σου,
ινσουλίνη τόσες γραμμές.
«Τώρα τελευταία δεν μ’ αγαπάς.»
«Μα πόσες φορές στο είπα σ’ αγαπώ.»
«Μάνα» θα της έλεγα.
Κι εκεί πάνω στο δρόμο μου
ο βουβός Νικολάκης.
Και τότε
ξαφνικά
έγινα κι εγώ
βουβός.
Χρόνια τα χρόνια μου περνούν από μπροστά μου
σαν χελιδόνια του Μαγιού να μου θυμίσουν
μιαν άνοιξη καινούρια πως με κλέβει.
Μα ’ναι το βλέμμα μου αγέρας, με σκορπάει
σε μονοπάτια σκοτεινά μιας ξένης νιότης,
μιας ξεχασμένης παιδικής ψυχής συνήθεια,
που όμορφα, νοσταλγικά μακριά κυλάει.
Κι είναι παράξενος ο κόσμος τούτος, μάνα
κι εγώ παράξενα στον κόσμο αυτόν βαδίζω.
Σέρνομαι, χάνομαι, δειλός και τρομαγμένος,
πιόνι αόρατου χεριού, και πώς αλλάζω.
Ψάχνω το χέρι σου στην αγκαλιά μου μέσα,
ψάχνω να το βρω στην καρδιά μου φυλαγμένο
όπως παιδί στο χάδι του περιπλανιόμουν,
μα δεν το βρίσκω, δεν το βρίσκω.
Ξέρω σε πόνεσα πολύ, το ξέρω, φταίω.
Δάκρυ το δάκρυ μου κυλά και πώς κρυώνω.
Γείρε κοντά μου να σε δω, μη φεύγεις, στάσου!
Κι αν παραπάτησα, μπροστά σου γονατίζω.
Είναι παράξενος ο κόσμος τούτος, μάνα
και στο ταξίδι του πολλά τα μονοπάτια.
Χάθηκα στις κακοτοπιές και τρέμω, κοίτα!
Μικρός κι αδύναμος τη μοίρα μου να ορίσω.
Μα ξέρω είσαι εδώ, το νιώθω, πάντα,
ακοίμητος φρουρός κοντά μου στέκεις,
τα βράδια μου εσύ τα νανουρίζεις
και με προσέχεις, με προσέχεις.
Δύναμη κλέβω και μεθώ κοντά σου, μάνα.
Πάλι στο πλάι σου τον κόσμο ζωγραφίζω,
ουράνιο τόξο, που μετά την καταιγίδα
πανιά ανεμίζω και προχωρώ.
Ευχολόγιο
Του νεογέννητου η μυρωδιά
Του μωρού το κλάμα
Του μικρού παιδιού η αγκαλιά
Οι σταγόνες της βροχής
Η αύρα της αυγής
Της θάλασσας το απέραντο γαλάζιο
Οι λέξεις που ψάχνω για να βρω
Τι είσαι παιδί μου για μένα
με λόγια να εκφράσω
Της απόλυτης χαράς τη μέθη
Του ονείρου το συναπάντημα
Της ύπαρξης σου η έξαρση
Σε ένα χαμόγελο τα κλείνω και στο χαρίζω
Φυλαχτό σου να το 'χεις
Ένα ζευγάρι φτερά
δώρο σου κάνω
Για να πετάξεις εκεί που θα σε πάνε τα όνειρα σου
Της ευτυχίας τα δάκρυα
Μύρο τη στράτα σου να ράνω
Βότσαλα σου δίνω
στις τσέπες σου να κρύψεις
Ένα ένα να τα πετάς από όπου περάσεις
Αν θελήσεις πίσω να γυρίσεις
σημάδια να τα ‘χεις
Οι χτύποι της καρδιάς
Των ματιών η λάμψη
Η λαχτάρα της προσμονής
Του γέλιου η μελωδία
Ευχές από εκείνο το κορίτσι που έγινε μάνα
τη ζωή σου ν’ αγκαλιάσουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου