Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Οι συγγραφείς της Ε.Λ.Α. γράφουν με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου


Η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου 2025, υποστηριζόμενη από τη 
Διεθνή Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα και συγκεκριμένα από το αρμόδιο τμήμα της Ολλανδίας εστιάζει στην ελευθερία της φαντασίας, με το μότο από το ποίημα “Η γλώσσα των εικόνων” της Rian Visser:

“…Φτιάξε εικόνες
από το ποίημά μου,
ελεύθερα να αισθανθείς:
Κι αν από εμένα προέρχονται τα λόγια αυτά,
είναι δικά σου τώρα πια.»

Η φετινή αφίσα δημιουργήθηκε από τη συγγραφέα Rian Visser και την εικονογράφο Janneke Ipenburg και προσκαλεί τα παιδιά παγκοσμίως να εξερευνήσουν τη δύναμη της φαντασίας μέσω της τέχνης και της ποίησης.

Ως Ένωση Λογοτεχνών Αιγαίου και με αφορμή αυτή την πολύ ξεχωριστή ημέρα για μικρούς και μεγάλους, ανοίγουμε τα φτερά της φαντασίας μας και γράφουμε τις δικές μας παραμυθένιες ιστορίες. 

Καλή σας ανάγνωση!


Η λεμονιά του κήπου μας

Στον κήπο μας υπάρχει μία λεμονιά
π' αντί λεμόνια σοκολάτες κάνει
γεμάτες είναι με αγάπη γελαστή
και κρέμονται σε ζάχαρης κοτσάνι.

Οι κότες που 'χει ο παππούς και η γιαγιά
και τρώνε φρέσκο της αυλής χορτάρι
γεννάνε μουστοκούλουρα σιροπιαστά
και είναι της γιαγιάς μου το καμάρι.

Η θεία Μυρσινιώ μας φτιάχνει ζωγραφιές
με χρώματα που στο σκοτάδι λάμπουν
και γίνονται μικρές νεράιδες μαγικές
που τρέχουνε στα όνειρά μας νά 'μπουν.

Ο μπάρμπα Γιάννης έσπειρε παραμυθιές
και δέντρα γίνανε τα παραμύθια
πριγκίπισσες και βασιλιάδες μέσα ζουν
και δράκοι που 'χουνε φωτιές στα στήθια.

Ο φούρνος στην αυλή της νόνας Ουρανιώς
που ψήνει τα ρεβίθια για στραγάλια
τα δίνει στα μικρά παιδιά της γειτονιάς
να τρώνε, δίχως να 'χουνε κουτάλια.

Ψωμί μας δίνει φέτες η κυρά Ραλλιώ
με ζάχαρη καλοπασπαλισμένο
θαρρώ πως ειν' ακόμα πιο πολύ γλυκό
γιατί 'ναι δώρο απ' την καρδιά δοσμένο.

Σταφίδες ξανθωπές σε χάρτινα χωνιά
παστέλια και μελένια λουκουμάκια
φυτρώνουνε στις γλάστρες του κυρ' Δημητρού
να τρώνε όλα τα μικρά παιδάκια.

Πενήντα τρεις καιροί κι ακόμα τις κρατώ
τις πίτες που μοσχοβολούν κανέλα
και πάνω στο κρεβάτι μου χοροπηδούν
νεράιδες με χρωματιστά καπέλα.

Μαρία Βρανά - Παπάλα


Μια αγκαλιά να γίνουμε όλοι

Ο πλανήτης μας πονάει,
να τον σώσουμε ζητάει,
πράσινα τα δάση μας, θάλασσες γαλανές,
φατσούλες πάλι γελαστές.

Καμένα δάση να φυτέψουμε ξανά,
η μαυρίλα να φύγει μακριά,
παραλίες να δούμε πάλι καθαρές,
ανακύκλωση σε όλες τις γειτονιές.

Μια αγκαλιά να γίνουμε όλοι,
να ενώσουμε τα χέρια, ελπίδα να δώσουμε,
στη καρδιά αγάπη, δύναμη στη ψυχή,
το σπίτι που μας δόθηκε, να σώσουμε.

Θανάσης Καλλονιάτης
Για την Εκπαιδευτική Δράση
του 5ου Δημοτικού Σχολείου Μυτιλήνης
με αφορμή την Παγκόσμια ημέρα Γης
Μελοποιημένο από τον Πάνο Γαληνό


Το παραμύθι της Μήθυμνας
(Σύντομη σύνοψη)


Στο «Παραμύθι της Μήθυμνας» της Μαριάνθης Καραφύλλη ζωντανεύουν οι μύθοι της Δημιουργίας της Λέσβου, με έμφαση τους μύθους που αφορούν μία από τις πόλεις – κράτη της Λέσβου, την Αρχαία Μήθυμνα, από τη δημιουργία της μέχρι την καταστροφή της. Το παραμύθι έχει ολοκληρωθεί ως κείμενο και βρίσκεται στη φάση της εικονογράφησης.

Μαριάνθη Καραφύλλη


Όλες οι μέρες μας, βιβλίο ένα


    Εφάπτονται τρυφερά τα ακροδάχτυλα επάνω στις σελίδες. Κρατώ βιβλίο ανάμεσα στα δυο μου χέρια κι οι παλάμες γιορτάζουν στο πανηγύρι της αφής. Η όραση είναι η Κορυφαία. Μπαίνει στον χορό κι η όσφρηση - μελάνι και χαρτί...- Η ακοή συνταξιδεύει, με το θρόισμα των φύλλων που γυρίζουν. Κι η γεύση εκεί, παρούσα. Οι γευστικοί κάλυκες απολαμβάνουν την ηδύτητα των λέξεων, των φράσεων, των νοημάτων που ανέλαβε να αισθητοποιεί η γλώσσα. Και γίνομαι ξανά ελεύθερη, λυτρώνομαι από κάθε εγκλεισμό.

    Ελάτε, φύλλα ανοιγμένα, εσείς, ενός βιβλίου, ελάτε, δολιχαύχενα, μακρόλαιμα πουλιά που ο Χορός του Ευριπίδη σάς επικαλείται στην «Ελένη» του, γίνετε σαν τους λυβικούς τους γερανούς που πέτονται πολύ ψηλά, πάρτε με πάνω στα λευκά φτερά που οι λέξεις μόνο έχουν στιγματίσει, πάρτε με, ταξιδέψτε με στο άπειρο του νοητού.

    Δεήστε να αρθώ πάνω και πέρα απ' όσα εγκλωβίζουν την ψυχή, γεμίστε την με νόημα, ουσία, και με ομορφιά.

    Βιβλία, αγαπημένα... Που διαβάζουμε, που γράφουμε, που κουβεντιάζουμε συντροφεμένα, που μυστικά ερωτευόμαστε και μοιραζόμαστε τη σάρκα τους.

    Βιβλία! Φτερούγες ταξιδιάρικων πουλιών, που πάνωθέ τους ακουμπά το σύμπαν.

Ευαγγελία Μινάρδου-Αδάμου
Εικονοβιβλίο πεζόμορφου ποιητικού στοχασμού
«Φωτεινές γραφές»
Εκδόσεις Γραφή


Ένα παραμύθι από τα παλιά: «Τα Χριστούγεννα του αρχιτσέλιγκα»

    Όταν μια προφορική ιστορία μας έρχεται από τα παλιά, κανείς δε γνωρίζει εάν είναι μυθική ή αληθινή. Εναπομένει στους αναγνώστες-τριες να αποφασίσουν για την κατάταξή της και κλείνοντας τα μάτια να την ταυτοποιήσουν ακόμη και ως προσωπική, ως εκείνη που ταιριάζει στις αρχές και το χαρακτήρα τους.

    Στα χρόνια λοιπόν τα παλιά ζούσε εκεί στη βόρεια πλευρά της Λέσβου, σε ένα παραθαλάσσιο οικισμό, ένας πλούσιος χριστιανός, ένας άνθρωπος, που μόνο χριστιανός δεν ήταν. Οι περίοικοι του, άνθρωποι φτωχοί, αγράμματοι, μεροκαματιάρηδες, αλλά έντιμοι, ζούσαν σε χαμόσπιτα με κακότεχνες, φτωχικές στέγες που έμπαζαν σε κάθε βροχή νερά, είχαν ξεχάσει το πραγματικό του όνομα και τον αποκαλούσαν αρχιτσέλιγκα. Το όνομα του αντανακλούσε τη μεγάλη του οικονομική δύναμη από τα εκατοντάδες πρόβατα και γίδια, που είχε στην κατοχή του. Όμως με την πάροδο του χρόνου το όνομα αυτό συνδέθηκε με το πρόσωπο ενός μοναχικού, άδικου, φιλάργυρου, άκαρδου, αρνητή και άπιστου ανθρώπου. Κλεισμένος σε ένα πυργόσπιτο κοντά στην παραλία σπαταλούσε το χρόνο του απομακρυνόμενος από την αγνότητα της χριστιανικής πίστης, της ελεημοσύνης, της αγάπης για τον συνάνθρωπο και σε όσα επίσης σπουδαία αυτή εξέφραζε.

    Έχοντας για συντροφιά τα δύο του άγρια τσομπανόσκυλα-φρουρούς, κλειδαμπάρωνε καθημερινά πόρτες και παράθυρα και επιθεωρούσε τα γεμάτα από αγαθά κελάρια του, το κρασί και το λάδι του, τα κρεατικά και τα λουκάνικα, τα αλίπαστα ψάρια και όλα τα καλά της οικουμένης. Κάθε νύχτα πριν κοιμηθεί μετρούσε και ξαναμετρούσε τις χρυσές του λίρες τις οποίες τεχνηέντως έκρυβε σε ειδικές κρύπτες μέσα στο μπαγδατί των τοίχων του πύργου. Καθημερινά επισκέπτονταν με το άλογο του τα κοπάδια του και θυμωμένος τα έβαζε με τους βοσκούς του. Αρκετοί από αυτούς τον παρακαλούσαν να τους βοηθήσει στις δύσκολες στιγμές τους, αλλά εκείνος τους αρνιόταν κάθε βοήθεια. Δεν έδειχνε οίκτο ούτε στους αρρώστους και στους πεινασμένους, στους τυφλούς και στους ανήμπορους. Σιγά, αλλά σταθερά απομακρύνονταν από τον θεό και τον λόγο του. Εκείνος όμως ως στοργικός πατέρας δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει και άρχισε να του στέλνει διάφορα μηνύματα για να τον επαναφέρει στο σωστό δρόμο. Κάποιες νύχτες έστελνε αγγέλους στον ύπνο του μεταμορφωμένους σε ζητιάνους να του ζητάν ελεημοσύνη, άλλες φορές οπτασίες φωτεινές να τον καλούν στην αγκαλιά του θεού. Εκείνος πετάγονταν ιδρωμένος στον ύπνο του, όμως κάθε φορά τον κυρίευε το κακό και το μίσος για οτιδήποτε ζεστό και ανθρώπινο. Μια νύχτα κοιτάζοντας τα αστέρια παρατήρησε ότι κάποια είχαν παραταχθεί με τρόπο που να δημιουργεί το όνομα του: «Χριστόγιωργα, πρόσεχε». Έτριψε τα μάτια του, τα ανοιγόκλεισε, μάταια όμως γιατί το μήνυμα παρέμενε καρφωμένο εκεί στον ουρανό.

    Εκείνη τη χρονιά χιόνισε τον Δεκέμβριο και οι βοσκοί κατέβασαν τα κοπάδια του στα παραθαλάσσια χειμαδιά τους. Μετά πήγαν για να πληρωθούν. Ωστόσο ο αρχιτσέλιγκας επέλεξε να μην κατέβει στην εξώπορτα, αλλά να πετάξει τα λεφτά τους μασούρια από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου δείχνοντας την απαξία και την ειρωνεία του. Ο χειμώνας ήρθε πολύ επιθετικός και οι περίοικοι δυσκολεύονταν να επιβιώσουν με τόσο κρύο και πάγους. Βλέπεις τα χαμόσπιτα δεν έμοιαζαν με τον πύργο του, ζεστά από τα τζάκια και γεμάτα αγαθά. Μια οικογένεια μάταια προσπαθούσε να ζεσταθεί δίπλα στην πυροστιά του σπιτιού της. Το τελευταίο της παιδί από τα τέσσερα, ένα κοριτσάκι ήταν βαριά κρυωμένο και κινδύνευε η ζωή του. Ο πατέρας έτρεξε στον πύργο του Χριστόγιωργα και απελπισμένος του χτύπησε την πόρτα. – Ποιος είναι; Ακούστηκε από μέσα η φωνή του. – Εγώ είμαι, άρχοντα. Ο γείτονας σου, ο κυρ Παντελής. Έχω ετοιμοθάνατο το κορίτσι μου και σε παρακαλώ να μου δανείσεις λίγα χρήματα για τον γιατρό και τα φάρμακα. -Δεν έχω χρήματα απάντησε εκείνος και να φύγεις αμέσως του φώναξε. Την νύχτα, όπως ζεσταίνονταν δίπλα στο τζάκι, αντίκρυσε ένα κοριτσάκι να ανεβαίνει στον ουρανό με τα χεράκια του σταυρωμένα με τα ματάκια του δακρυσμένα να τον κοιτάζει σαν να του έλεγε «γιατί;». Εκείνος ταράχτηκε καθώς κατάλαβε ότι το κορίτσι του γείτονα του πέθανε γιατί του αρνήθηκε τη βοήθεια του. Άρχισε να έχει ταχυκαρδία με τις τύψεις να τον κυριεύουν ώσπου το κακό πνεύμα και πάλι τον κυρίευσε. Επίμονος όμως ο θεός έστειλε αυτή τη φορά το πνεύμα των Χριστουγέννων μήπως και τον κερδίσει. Τη νύχτα μια κατάφωτη οπτασία κρατώντας στα χέρια της μια χρυσή καρδιά τον πλησίασε λέγοντας: «Έλα κοντά μας, Χριστόγιωργα» και εξαφανίστηκε. Δυστυχώς και αυτή η θεϊκή προσπάθεια αποδείχτηκε μάταιη με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η τιμωρία του.

    Τη νύχτα των Χριστουγέννων, ο Χριστός τον επισκέφτηκε μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Του χτύπησε την πόρτα και σε λίγο αντίκρυσε το πρόσωπο του αρχιτσέλιγκα σε ένα μικρό πορτάκι, που άνοιξε στη μεγάλη εξώπορτα. – Τι ζητάς τέτοια ώρα, παλιοζητιάνε, τον ρώτησε. – Λίγο φαγητό και λίγη ζεστασιά, άρχοντα μου, για να μην πεθάνω εδώ έξω. Σε λίγο θα γεννηθεί ο γιος του θεού, γι’ αυτό δείξε λίγο οίκτο. – Περίμενε να στείλω τα σκυλιά μου, απάντησε εκείνος, για να σε τακτοποιήσουν. Όμως τα σκυλιά έμειναν ακίνητα, θαρρείς σαν κάποιος να τα υπνώτισε και η εξώπορτα του είχε σφηνώσει. Κοίταξε έξω, αλλά ο ζητιάνος είχε εξαφανιστεί. Δεν πέρασε μια ώρα και ο αρχιτσέλιγκας άκουσε κουδούνια από πρόβατα. Έτρεξε στο παράθυρο και είδε τα ζώα του να κατηφορίζουν προς τη θάλασσα. Στο βάθος της παραλίας διέκρινε έναν άντρα φωτισμένο πιο δυνατά και από το φως του ήλιου με ένα μεγάλο φωτοστέφανο να τον περιλούζει. Στέκονταν πάνω από το νερό και έδειχνε στα ζώα το δρόμο για τη θάλασσα. Εκείνα σαν υπνωτισμένα έπεφταν στο νερό και πνίγονταν. Μεταμορφώνονταν σε λευκά κύματα και απομακρύνονταν στον ορίζοντα. Το μαρτύριο του αρχιτσέλιγκα κράτησε μερικές ώρες έως να χαθούν όλα του τα ζώα. Εκείνος φώναζε, χτυπούσε τα παράθυρα, προσπαθούσε να ανοίξει τη σφηνωμένη πόρτα, αλλά μάταια. Άρχισε να παρακαλεί τον Χριστό να τον συγχωρήσει χωρίς αποτέλεσμα. Με την αυγή, ανήμερα τα Χριστούγεννα τον βρήκαν οι περίοικοι να κείται νεκρός στο χιόνι με συντροφιά τα δύο σκυλιά του.

    Όμως η τιμωρία του δεν είχε τελειώσει γιατί ο θεός τον είχε καταδικάσει αιώνια. Κάθε Χριστούγεννα τα μεσάνυχτα, όπως διηγούνται οι γείτονες του, ακούγονται κουδούνια στην παραλία και παρουσιάζεται ένας βοσκός με την κάπα του, ο οποίος μπαίνει στη θάλασσα και ανακατεύει με τη γκλίτσα του τα άσπρα κύματα. Είναι λένε ο Χριστόγιωργας, που νομίζει ότι είναι τα χαμένα του πρόβατα και τα οδηγεί στη στάνη έως ότου χαθεί μαζί τους στα βάθη του πελάγους.

Δημήτρης Μπούμπας


Ο Αργούλης και ο Γρηγορούλης


    Ψιψίνα, όλοι έτσι την έξεραν. Από τους βαρκάριδες μέχρι και τον τελευταίο κάτοικο του χωριού. Τα μικρά παιδιά την λυπόταν και κάπου κάπου της έριχναν και κανένα γαριδάκι από αυτά που τους αγόραζαν οι γονείς τους από το περίπτερο της Γεωργίας, της κουτσής γυναίκας. Όλοι έτσι την έξεραν η κουτσή και η κουτσή. Κι αυτή η ψιψίνα το ίδιο με την Γεωργία, κι αυτή κουτσή, στο ίδιο αριστερό πόδι το μπροστινό. Με την βία περπατούσε η Γεωργία, με τη βία το ίδιο και η ψιψίνα. Την χτύπησε αμάξι την Γεωργία, την χτύπησε αμάξι και την ψιψίνα. Στις διπλανές ταβέρνες όλοι οι ξένοι της έδιναν και κανένα απομεινάρι αφού χαϊδεύονταν στα πόδια τους.

    Με τις άλλες γάτες δεν είχε πολλά πάρε δώσε. Δεν μπορούσε να τις συναγωνιστεί στο τρέξιμο. Τι τρέξιμο δηλαδή, να προλάβει να χορτάσει τη πείνα της δεν μπορούσε.
Ψιψίνα, ή αλλοιώς το άλλο το όνομά της ο Αργούλης που πάντα αργούσε. Το πήρε κατάκαρδα, είμαι κουτσός, σαν αυτή την περιπτερού που με το ζόρι προλαβαίνει.

    Αλλά και όχι μόνο στο τρέξιμο, αλλά και σε αυτή την κίνηση να προλάβει. Τα πρωινά ποτέ δεν προλάβαινε. Και πάντα έμενε νηστικός. Οι άλλοι οι γάτοι πιο ευκίνητοι πάντα προλάβαιναν και άρπαζαν.

    Ώσπου μια μέρα το αποφάσισε, να βάλει τα δυνατά του και να μπορέσει να χορτάσει τη πείνα του.
Πρωί, την ώρα που οι βάρκες μόλις είχαν γυρίσει με τα δίχτυα τους γεμάτα σαρδέλα. Άφησε τις άλλες γάτες αφού ήξερε ότι μαζί τους δεν θα τα κατάφερνε και πήγε σε μια άλλη βάρκα που δεν υπήρχε κανένας άλλος ανταγωνιστής.
Αφού κανένας είπε δεν είναι κοντά μου θα τα καταφέρω να αρπάξω κανένα ψάρι για να μπορέσω να την βγάλω μέχρι το βράδυ που θα ανοίξουν οι ταβέρνες.

    Περίμενε. Μόνος του. Κανένας άλλος. Μόνο κάποιοι γλάροι έτοιμοι κι αυτοί να ορμήσουν.
Θα τα καταφέρω, έτσι είπε στον εαυτό του.
Πάντα το έλεγε και δεν τα κατάφερνε, σήμερα όμως είπε θα τα καταφέρω ότι και να γίνει.
Κι εκεί που τα σκέφτονταν όλα αυτά ο βαρκάρης που ξεδιάλεγε τα δίχτυα και έριχνε μια στη θάλασσα και μια στο πεζοδρόμιο, έκανε την κίνηση αυτή, μια κίνηση που έλεγε, αυτό το ψάρι δεν μου κάνει, ή θα πάει στις γάτες ή θα πάει στους γλάρους.

    Και βέβαια οι γλάροι χώρισαν τα τσανάκια τους από τις γάτες. Τα νερά δικά μας, τα πεζοδρόμια δικά σας.

    Η ψιψίνα ή αλλοιώς Αργούλης, περίμενε. Θα τα καταφέρω. Άλλωστε καμμία άλλη γάτα δεν υπάρχει τριγύρω μου. Θα τα καταφέρω. Κακό πράγμα να είσαι νηστικός και ακόμη πιο κακό να είσαι σακάτης και ζητιάνος. Αλλά εγώ φταίω. Τι ήθελα τότε να περάσω απέναντι στο δρόμο; Εγώ φταίω. Τέλος πάντων. Αυτή είναι η μοίρα μου, θα ζήσω κουτσαίνοντας, αλλά θα προσπαθήσω να ζήσω, τίμια, χωρίς πονηριές και κλεψιές, όπως κάνουν οι άλλες οι γάτες που η μία αρπάζει και τρώει το φαγητό της άλλης.

    Η άχρηστη σαρδέλλα, κίνηση του ψαρά βρέθηκε στον αέρα και αμέσως προσγειώθηκε στα πόδια της ψιψίνας.
Εκείνη η την ώρα όμως ένα πέταγμα άλλαξε πορεία, κι εκεί που είχαν συμφωνήσει, εσείς στα νερά κι εμείς στα πεζοδρόμια, τώρα αθέτησαν το λόγο τους.
Για δες πως τα φέρνει η ζωή, λέξεις που άκουγε και από την περιπτερού την Γεωργία, για δες πως τα φέρνει η ζωή, να ζω κουτσαίνοντας!

    Εκείνη την ώρα ο γλάρος ο ονομαστός στους ψαράδες σαν Γρηγορούλης πέταξε τόσο χαμηλά μόνο και μόνο για να αρπάξει. Το είχε αυτό το συνήθειο. Ποτέ δεν χόρταινε, αχόρταγος και ανάμεσα στους άλλους γλάρους, τα ήθελε όλα δικά του. Και αν κατα τύχη ρώταγες ποια η γνώμη σας για τον Γρηγορούλη; Θα σε απαντούσαν οι άλλοι γλάροι, αυτός, ο αχόρταγος, πάντα τα θέλει όλα δικά του, ποτέ δεν χορταίνει, και ούτε θέλει να μας βλέπει να τρώμε.

    Η ψιψίνα ή αλλοιώς Αργούλης το κατάλαβε. Όχι φώναξε, δεν θα μου το κάνεις αυτό, είμαι νηστικός δεν θα σε αφήσω να μου πάρεις το ψάρι.
Για δευτερόλεπτα το πόδι του έπαψε να είναι παράλυτο, όχι φώναξε, είμαι εντάξει δεν είμαι κουτσός.
Έγινε και πάλι όπως ήταν πριν τον χτυπήσει το αμάξι. Όχι είμαι καλά, και με μια κίνηση συναγωνίστηκε τον γλάρο ή αλλοιώς τον Γρηγορούλη, τον αχόρταγο.
Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Δεν κάναμε μια συμφωνία; Πάνε παραπέρα. Δεν σου αρκεί ολόκληρη θάλασσα;
Και ο γλάρος άκουσε τα λόγια της ψιψίνας ή αλλοιώς Αργούλη και η προσγείωση αυτή ματαιώθηκε, αφού πρόλαβε η κουτσή ψιψίνα. Και αμέσως ο γλάρος έβγαλε ένα παραπονιάρικο ήχο και απογειώθηκε.
Και σάνα έλεγε, μα εσύ δεν είσαι κουτσός; Πως τώρα μπορείς και μου αρπάζεις το ψάρι; Περίεργο.

    Περίεργο; Καθόλου περίεργο. Αν πεις και πιστέψεις ότι δεν κουτσαίνεις, δεν κουτσαίνεις. Αν πεις και πιστέψεις ότι είσαι πιο γρήγορος και από αυτόν τον γλάρο τον Γρηγορούλη, τότε είσαι πιο γρήγορος.

Άγγελος Πάσκος


Το Χελιδονάκι

Χελιδονάκι ήταν μικρό και στέκοταν μονάχο
με συντροφιά τον ουρανό απάνω σ’ ένα βράχο.
Τα μάτια του χαμήλωνε και μήτε κελαηδούσε.
Μια θλίψη το μαστίγωνε, στα στήθη το χτυπούσε.

Η θάλασσα το πόνεσε, σαν τό ’δε ερημωμένο.
Έσκυψε και το ρώτησε, γιατί είσαι συ θλιμμένο;
Στο στέρνο μου λαβώθηκα, είπε, καθώς πετούσα
κι όπως πολύ ματώθηκα, πήρα την κατιούσα.

Η θάλασσα δεν άντεξε, το ρώτησε και πάλι,
μα τώρα γιατί στέκεσαι με κάτω το κεφάλι;
Φωλιά στο βράχο έχτισα, είπε, για να θυμάμαι
τη μάνα που χαιρέτησα κοντά της πάντα να ’μαι.

Χελιδονάκι ήταν μικρό και πέταγε με χάρη
κι η μάνα του σα φυλαχτό τού ’γνεφε με καμάρι,
μα μια στιγμή, κακιά στιγμή, μαζί καθώς πετούσαν,
βόλι τους πέτυχε με οργή την ώρα που γελούσαν.

Εκείνο χτύπησε απαλά και σώθηκε από θαύμα,
μα η μάνα του παντοτινά προδόθηκε απ’ το τραύμα.
Στη θάλασσα το έριξε το άψυχο το κορμί της
και μιαν ευχή της έταξε, να ’ναι πάντα μαζί της.

Οι μέρες κύλαγαν βροχή, οι μήνες και τα χρόνια
κι αλμύρα πότιζε η ευχή, που ’χε ζωή αιώνια.
Χελιδονάκι ήταν μικρό και στέκοταν μονάχο,
σ’ άδειο καιρό μεγάλωνε στον ίδιο πάντα βράχο.

Η θλίψη του μαλάκωνε κι άλλαζε τη μορφή του,
μα η μοναξιά που ρίζωνε, κεντούσε το κορμί του.
Αχ, ποιο φτερό στον ουρανό γλυκά να του γελούσε,
με κάλεσμα νοσταλγικό χαρά να το μεθούσε!

Χελιδονάκι πέταξε, άδραξε πια τη μέρα,
η θάλασσα του έγνεφε να τρέξει στον αγέρα.
Μη μου λυπάσαι, θάλασσα, είπε, μόνο δεν είμαι
κι αν τα όνειρά μου χάλασα, ευτυχισμένο είμαι.



Στέλλα Πετρίδου
Ανθολογία «Ταξίδι στην τρυφερότητα», τεύχος 3
Ποιητική συλλογή «Ο καιρός», εκδόσεις «Άλφα Πι»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου